- μαγείρου
- μάγειροςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
O-ISTI — formula compellandi, quâ saepius paganos sive Ethnicos, in quos acri suô ab Africa acetô invehitur, in clamat Arnobius, i. e. Fatui et scelesti homines. Vide Barthium Adversar. l. 9. c. 10. et l. 53. c. 10. l. 55. c. 13. Ita Graecis, ὦ οὗτος, ὦ… … Hofmann J. Lexicon universale
Πατανίων — ὁ, Α όνομα ενός μαγείρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατάνη «είδος ρηχού πιάτου» + επίθημα ίων (πρβλ. Κρον ίων)] … Dictionary of Greek
αρτυσία — ἀρτυσία, η (Α) [αρτύω] η τέχνη του μαγείρου να κάνει πιο νόστιμα τα φαγητά προσθέτοντας αρτύματα, καρυκεύματα … Dictionary of Greek
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
εσχαρέας — ο (Α ἐσχαρεύς) [εσχάρα] νεοελλ. ναύτης ή υπαξιωματικός τού πολεμικού ναυτικού που εκτελεί χρέη μαγείρου τού πληρώματος αρχ. ο μάγειρος τού πλοίου … Dictionary of Greek
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
μαίσων — μαίσων, ωνος, ὁ (Α) 1. ο μάγειρος που είχε γεννηθεί στην Αθήνα («ἐκάλουν δ οἱ παλαιοὶ τὸν μὲν πολιτικὸν μάγειρον Μαίσωνα, τὸν δ ἐκτόπιον Τέττιγα», Αθήν.) 2. (στην κωμωδία) κωμικό προσωπείο μαγείρου ή ναύτη 3. ως κύριο όν. ὁ Μαίσων όνομα ενός… … Dictionary of Greek
μαγειροχιτώνας — ο 1. είδος ενδύματος που φορεί ο μάγειρος κατά την ώρα τής εργασίας του 2. χοντρός χιτώνας που έχει βαθύ κυανό χρώμα και φοριέται από τους στρατιώτες κατά τις ώρες τών ασκήσεων ή τής καθαριότητας ή όταν εκτελούν χρέη μαγείρου στο στρατιωτικό… … Dictionary of Greek
παραμάγειρος — και παραμάγερας, ο ο βοηθός τού μαγείρου … Dictionary of Greek